- αίτημα
- Ό,τι ζητά κανείς, η απαίτηση.
(Μαθημ., Φυσ.) Θεμελιώδης πρόταση που μπορεί με τη βοήθεια υποθέσεων και ορισμών να χρησιμεύσει ως βάση για την οικοδόμηση μιας θεωρίας ή για την εξήγηση μιας σειράς πράξεων ή φαινομένων. Το α., σε αντίθεση με το αξίωμα, δεν είναι μία πρόταση προφανής που ούτε μπορούμε να την αποδείξουμε ούτε να αμφισβητήσουμε την αλήθεια της, αλλά μια πρόταση που ούτε είναι προφανής ούτε μπορεί να αποδειχτεί και γίνεται παραδεκτή από μας ως αληθινή, γιατί με βάση αυτή φτάνουμε σε άλλες προτάσεις που συμφωνούν με τα πράγματα χωρίς να καταλήξουμε σε άτοπο. Επαληθεύεται, επομένως, το α. από τις λογικές συνέπειές του χωρίς να αντιφάσκει ή να αναιρείται από άλλη πρόταση. Η πρώτη εμφάνιση των α. έγινε στη γεωμετρία από τον Ευκλείδη, του οποίου η αρχή «από ένα σημείο που δεν βρίσκεται πάνω σε μια ευθεία μπορεί να χαραχτεί μόνο μια ευθεία παράλληλη προς την αρχική», με τη σημερινή γεωμετρική λογική είναι ολοφάνερη και δεν αποτελεί πια, όπως στους αρχαίους, α. Το ασυνεχές της ύλης, επίσης α. για τους αρχαίους, υπήρξε αξίωμα για τους νεότερους και στη σημερινή εποχή αποδείξιμη αρχή, γιατί επαληθεύεται με βάση γενικότερες αρχές
(Φιλοσ.) Θεμελιώδης πρόταση που δεν είναι καταφανής ούτε μπορεί να αποδειχτεί, αλλά η αποδοχή της είναι αναγκαία για να κατανοηθούν τα γεγονότα. Κατά τον Αριστοτέλη α. είναι «ό,τι λαμβάνεται ως δεδομένο». Ο Καντ αναγνώρισε ως αναγκαία για τον ηθικό νόμο τα α. της ελεύθερης βούλησης, της αθανασίας και της ύπαρξης του θεού (α. του πρακτικού λόγου). Ανέπτυξε, επίσης, τα τρία α. της εμπειρικής σκέψης: της δυνατότητας, ό,τι δηλαδή είναι σύμφωνο με τους τυπικούς όρους της εμπειρίας (ιδέες, διαίσθηση) είναι και δυνατό, της πραγματικότητας, ό,τι δηλαδή είναι σύμφωνο με τους υλικούς όρους της εμπειρίας (αισθήσεις) είναι και πραγματικό, και της αναγκαιότητας, ό,τι δηλαδή είναι συνδεδεμένο με τους τυπικούς και υλικούς όρους της εμπειρίας είναι και αναγκαίο. Όλα τα μεταφυσικά και ιδεαλιστικά συστήματα στηρίζονται στα α. σε αντίθεση με την υλιστική φιλοσοφία που βασίζεται στα πορίσματα των επιστημονικών ερευνών και παρατηρήσεων.
* * *το (Α αἴτημα)1. οτιδήποτε ζητεί κανείς προφορικά ή εγγράφως2. αίτηση, απαίτηση, παράκληση3. (Φιλοσ.-Λογ.) οτιδήποτε θεωρείται αυταπόδεικτο, δεδομένο, πρόταση θεμελιακή που δεν μπορεί να αποδειχθεί, αλλά που η αποδοχή της είναι αναγκαία για την κατανόηση άλλων προτάσεων ή συνεπειών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰτῶ.ΠΑΡ. αιτηματικόςαρχ.αἰτηματώδης].
Dictionary of Greek. 2013.